Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὐτόκτητος
αὐτοκτίστης
αὐτόκτιτος
αὐτοκτονέω
αὐτοκτόνος
αὐτοκυβερνήτης
αὐτόκυκλος
αὐτοκύλιστος
αὐτόκωλος
αὐτόκωπος
αὐτόλαβος
αὐτολάλητής
αὐτόλειον
αὐτολεξεί
αὐτολήκυθος
αὐτόληπτον
αὐτολόχευτος
αὐτολύκιον
αὐτολυρίζων
αὐτόλυσις
αὐτομάθεια
View word page
αὐτόλαβος
αὐτό-λᾰβος
,
ον
, = foreg.,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αὐτόλαβος
Headword (normalized):
αὐτόλαβος
Headword (normalized/stripped):
αυτολαβος
IDX:
17788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17789
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτό-λᾰβος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}