Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτόθετος
αὐτόθηκτος
αὐτοθήρευτος
αὐτόθῐ
αὔτοικος
αὐτόϊππος
αὐτόισον
αὐτοισότης
αὐτοκάβδαλος
αὐτόκακον
αὐτοκαλές
αὐτοκαλλονή
αὐτόκαλον
αὐτόκαρνος
αὐτόκαρπος
αὐτοκασιγνήτη
αὐτοκασίγνητος
αὐτοκατάκριτος
αὐτοκατασκεύαστος
αὐτοκέλευθος
αὐτοκέλευστος
View word page
αὐτοκαλές
αὐτο-καλές· τὸ ἐπιτυχόν, συμβεβηκός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτοκαλές
Headword (normalized):
αὐτοκαλές
Headword (normalized/stripped):
αυτοκαλες
IDX:
17737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17738
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτο-καλές·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἐπιτυχόν, συμβεβηκός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}