Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτοδουλεία
αὐτοδρομέω
αὐτόδρομος
αὐτοδυάς
αὐτοδύναμις
αὐτοε<θεί>ρας
αὐτοειδής
αὐτοεῖδος
αὐτοέκαστος
αὐτοέκτατος
αὐτοελαιουργός
αὐτοελέφας
αὐτοέλικτος
αὐτοέν
αὐτοενάς
αὐτοενέργεια
αὐτοεννεάς
αὐτοεντεί
αὐτοέντης
αὐτοεντία
αὐτοεξάς
View word page
αὐτοελαιουργός
αὐτο-ελαιουργός, , dub. sens, in PPetr. 3p.169 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτοελαιουργός
Headword (normalized):
αὐτοελαιουργός
Headword (normalized/stripped):
αυτοελαιουργος
IDX:
17693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17694
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτο-ελαιουργός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. sens, in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PPetr.</span> 3p.169 </span>.</div><br><br>'}