Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὐτοδιπλάσιον
αὐτοδίπουν
αὐτόδοξα
αὐτοδόξαστον
αὐτόδορος
αὐτοδουλεία
αὐτοδρομέω
αὐτόδρομος
αὐτοδυάς
αὐτοδύναμις
αὐτοε<θεί>ρας
αὐτοειδής
αὐτοεῖδος
αὐτοέκαστος
αὐτοέκτατος
αὐτοελαιουργός
αὐτοελέφας
αὐτοέλικτος
αὐτοέν
αὐτοενάς
αὐτοενέργεια
View word page
αὐτοε<θεί>ρας
αὐτο-ε<θεί>-ρας·
κόμας ἢ καὶ κόσμους,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αὐτοε<θεί>ρας
Headword (normalized):
αὐτοε<θεί>ρας
Headword (normalized/stripped):
αυτοε<θει>ρας
IDX:
17688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17689
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτο-ε<θεί>-ρας·</span> <span class="foreign greek">κόμας ἢ καὶ κόσμους,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}