Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτοδεσπότης
αὐτοδέσποτος
αὐτόδετος
αὐτόδηλος
αὐτοδημιούργητος
αὐτοδιακονία
αὐτοδιακονέω
αὐτοδιάκονος
αὐτοδίδακτος
αὐτοδιήγητος
αὐτοδιηγούμενος
αὐτοδίκαιον
αὐτοδικαιοσύνη
αὐτοδικέω
αὐτόδικος
αὐτόδιον
αὐτοδιπλάσιον
αὐτοδίπουν
αὐτόδοξα
αὐτοδόξαστον
αὐτόδορος
View word page
αὐτοδιηγούμενος
αὐτο-διηγούμενος, η, ον,
A). narrating in the first person, ibid.


ShortDef

narrating in the first person

Debugging

Headword:
αὐτοδιηγούμενος
Headword (normalized):
αὐτοδιηγούμενος
Headword (normalized/stripped):
αυτοδιηγουμενος
IDX:
17672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17673
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτο-διηγούμενος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">narrating in the first person,</span> ibid.</div> </div><br><br>'}