Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὐτογνῶσις
αὐτόγνωτος
αὐτόγονος
αὐτογραμμή
αὐτόγραφος
αὐτόγυος
αὐτοδαής
αὐτοδάϊκτος
αὐτοδαίμων
αὐτόδαιτος
αὐτοδακὴς
αὐτοδάξ
αὐτοδεής
αὐτόδειπνος
αὐτόδεκα
αὐτοδεκάς
αὐτόδερμος
αὐτοδέσμητος
αὐτοδεσποτεία
αὐτοδεσπότης
αὐτοδέσποτος
View word page
αὐτοδακὴς
αὐτο-δακὴς
μῆνις· μικρά,
Hsch.
, cf. sq.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αὐτοδακὴς
Headword (normalized):
αὐτοδακὴς
Headword (normalized/stripped):
αυτοδακης
IDX:
17653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17654
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτο-δακὴς</span> <span class="foreign greek">μῆνις· μικρά,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, cf. sq.</div><br><br>'}