Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὐτοβαφής
αὐτοβῆτα
αὐτοβλάβη
αὐτοβλαβής
αὐτοβοάω
αὐτοβοεί
αὐτοβοήθητος
αὐτοβόητος
αὐτοβορέας
αὐτοβούλησις
αὐτοβουλήτως
αὐτόβουλος
αὐτοβοῦς
αὐτοβραδύτης
αὐτόγαμος
αὐτογένεθλος
αὐτογενέτωρ
αὐτογενής
αὐτογένητος
αὐτογεννητικός
αὐτογέννητος
View word page
αὐτοβουλήτως
αὐτο-βουλήτως
,
A).
of one's own purpose,
Hsch.
s.v.
ἐθελοντής.
ShortDef
of one's own purpose
Debugging
Headword:
αὐτοβουλήτως
Headword (normalized):
αὐτοβουλήτως
Headword (normalized/stripped):
αυτοβουλητως
IDX:
17627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17628
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτο-βουλήτως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of one\'s own purpose,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἐθελοντής.</span> </div> </div><br><br>'}