Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτοάλφα
αὐτοάνθρωπος
αὐτοάνισον
αὐτοανόσιον
αὐτοαπειρία
αὐτοάπειρος
αὐτοαπλότης
αὐτοαριθμός
αὐτοαρχή
αὐτοβαφής
αὐτοβῆτα
αὐτοβλάβη
αὐτοβλαβής
αὐτοβοάω
αὐτοβοεί
αὐτοβοήθητος
αὐτοβόητος
αὐτοβορέας
αὐτοβούλησις
αὐτοβουλήτως
αὐτόβουλος
View word page
αὐτοβῆτα
αὐτο-βῆτα, τό,
A). v. αὐτοάλφα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτοβῆτα
Headword (normalized):
αὐτοβῆτα
Headword (normalized/stripped):
αυτοβητα
IDX:
17618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17619
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτο-βῆτα</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">αὐτοάλφα.</span> </div> </div><br><br>'}