Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὐτεπώνυμος
αὐτερέτης
ἀϋτέω
ἀϋτή
αὐτήκοος
αὐτῆμαρ
αὐτημερόν
αὐτίκᾰ
αὖτις
αὐτίτης
ἀϋτμενόπης
ἀϋτμή
ἀϋτμήν
αὐτοαγαθός
αὐτοαγαθόν
αὐτοαγαθότης
αὐτοάδης
αὐτοαήρ
αὐτοαληθές
αὐτοαληθῶς
αὐτοάλφα
View word page
ἀϋτμενόπης
ἀϋτμενόπης
(
-πις
cod.)
· πεφυσημένος, πεπνευσμένος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀϋτμενόπης
Headword (normalized):
ἀϋτμενόπης
Headword (normalized/stripped):
αυτμενοπης
IDX:
17598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17599
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀϋτμενόπης</span> (<span class="foreign greek">-πις</span> cod.) <span class="foreign greek">· πεφυσημένος, πεπνευσμένος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}