Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐτέκμαγμα
αὐτενέργεια
αὐτενέργητος
αὐτενιαυτός
αὐτεξούσιος
αὐτεξουσιότης
αὐτεπάγγελτος
αὐτέπαινος
αὐτεπιβούλευτος
αὐτεπίβουλος
αὐτεπίσπαστος
αὐτεπιστατέω
αὐτεπιστήμη
αὐτεπίστροφος
αὐτεπιτάκτης
αὐτεπιτακτικός
αὐτεπίτακτος
αὐτεπώνυμος
αὐτερέτης
ἀϋτέω
ἀϋτή
View word page
αὐτεπίσπαστος
αὐτ-επίσπαστος, ον,
A). drawn on oneself, self-incurred, Id. s.v. αὐθαιρέτῳ.


ShortDef

drawn on oneself, self-incurred

Debugging

Headword:
αὐτεπίσπαστος
Headword (normalized):
αὐτεπίσπαστος
Headword (normalized/stripped):
αυτεπισπαστος
IDX:
17581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17582
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτ-επίσπαστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">drawn on oneself, self-incurred,</span> Id. s.v. <span class="ref greek">αὐθαιρέτῳ.</span> </div> </div><br><br>'}