Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐταγρεσία
αὐτάγρετος
αὐτάγρευτος
αὐτάδελφος
αὐταιώρητος
αὐτάλεν
αὐταμαρόν
αὐτανδρί
αὔτανδρος
αὐτανέψιος
αὐτανίδας
αὐτάρ
αὐταρέσκεια
αὐταρεσκέω
αὐτάρεσκος
αὐτάρκεια
αὐταρκεσία
αὐταρκέω
αὐτάρκης
αὐταρχέω
αὔταρχος
View word page
αὐτανίδας
αὐτανίδας· αὖθις, πάλιν, Hsch. αὐτάντας· ὁ προεστώς τινος πράγματος καὶ αὐθεντῶν, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτανίδας
Headword (normalized):
αὐτανίδας
Headword (normalized/stripped):
αυτανιδας
IDX:
17554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17555
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐτανίδας·</span> <span class="foreign greek">αὖθις, πάλιν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">αὐτάντας·</span> <span class="foreign greek">ὁ προεστώς τινος πράγματος καὶ αὐθεντῶν,</span> Id.</div><br><br>'}