Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὔριον
αὖρολ
αὐροσχάς
αὐροφόρητος
αὐσαῖς
αὐσαυτοῦ
αὔσιος
αὖσις
αὐσόν
Αὐσονία
αὖσος
αὐσταλέος
αὐστήρ
αὐστηρία
αὐστηρόπρακτος
αὐστηρός
αὐστηρότης
αὐτάγγελος
αὐτάγητος
αὐταγρεσία
αὐτάγρετος
View word page
αὖσος
αὖσος·
ἄλσος
(Cret.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αὖσος
Headword (normalized):
αὖσος
Headword (normalized/stripped):
αυσος
IDX:
17535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17536
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὖσος·</span> <span class="foreign greek">ἄλσος</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}