Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀερομυθίω
ἀερονηχής
ἀερονομέω
ἀερονομικός
ἀερόομαι
ἀεροπετής
ἀεροπέτης
ἀερόπλανος
ἀεροπορέω
ἀεροπόρος
ἀεροριφής
ἀεροσκοπία
ἀερότεμις
ἀερότονος
ἀεροφόβος
ἀεροφοίτητος
ἀερόφοιτος
ἀεροφόρητος
ἀεροφυής
ἀερόχροος
ἀέροψ
View word page
ἀεροριφής
ἀερο-ριφής, ές,
A). hurled through the air, PMag.Par. 1.2508 .


ShortDef

hurled through the air

Debugging

Headword:
ἀεροριφής
Headword (normalized):
ἀεροριφής
Headword (normalized/stripped):
αεροριφης
IDX:
1752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1753
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀερο-ριφής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hurled through the air,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.2508 </span>.</div> </div><br><br>'}