Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀερομετρέω
ἀερομέτρητος
ἀερομιγής
ἀερομυθίω
ἀερονηχής
ἀερονομέω
ἀερονομικός
ἀερόομαι
ἀεροπετής
ἀεροπέτης
ἀερόπλανος
ἀεροπορέω
ἀεροπόρος
ἀεροριφής
ἀεροσκοπία
ἀερότεμις
ἀερότονος
ἀεροφόβος
ἀεροφοίτητος
ἀερόφοιτος
ἀεροφόρητος
View word page
ἀερόπλανος
ἀερό-πλᾰνος, ον,
A). wandering in air, Hsch. s.v. ἠεροφοῖτις .


ShortDef

wandering in air

Debugging

Headword:
ἀερόπλανος
Headword (normalized):
ἀερόπλανος
Headword (normalized/stripped):
αεροπλανος
IDX:
1749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1750
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀερό-πλᾰνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wandering in air</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἠεροφοῖτις</span> .</div> </div><br><br>'}