Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβροβόστρυχος
ἁβρόγοος
ἁβρόδαις
ἁβροδίαιτα
ἁβροδίαιτος
ἁβροείμων
ἁβρόκαρπον
ἁβροκόμης
ἀβρομία
ἀβρόμιος
ἁβρομίτρης
ἄβρομος
ἁβροπάρθενοι
ἁβροπέδιλος
ἁβροπενθής
ἁβροπέτηλος
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
View word page
ἀβρομία
ἀβρομία· σκοτεία, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀβρομία
Headword (normalized):
ἀβρομία
Headword (normalized/stripped):
αβρομια
IDX:
174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-175
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀβρομία·</span> <span class="foreign greek">σκοτεία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}