Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αὔλησις
αὐλητήρ
αὐλητηρία
αὐλητήριον
αὐλητής
αὐλήτης
αὐλητικός
αὐλήτρια
αὐλητρίδιον
αὐλητρίς
αὐλία
ἀϋλία
αὐλιάδες
αὐλίδιον
αὐλιεῖον
αὐλίζομαι
αὐλικός
αὐλίκουροι
αὔλιον
αὔλιος
αὖλις
View word page
αὐλία
αὐλία·
ἔπαυλις, ἢ ἡ μικρὰ αὐλή,
AB
463
.
ShortDef
small court
Debugging
Headword:
αὐλία
Headword (normalized):
αὐλία
Headword (normalized/stripped):
αυλια
IDX:
17425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17426
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐλία·</span> <span class="foreign greek">ἔπαυλις, ἢ ἡ μικρὰ αὐλή,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 463 </span>.</div><br><br>'}