Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐλεία
αὔλειος
αὐλείτης
αὐλέω
αὐλή
αὔλημα
αὔληρα
αὔλησις
αὐλητήρ
αὐλητηρία
αὐλητήριον
αὐλητής
αὐλήτης
αὐλητικός
αὐλήτρια
αὐλητρίδιον
αὐλητρίς
αὐλία
ἀϋλία
αὐλιάδες
αὐλίδιον
View word page
αὐλητήριον
αὐλ-ητήριον, τό, a place at Tarentum, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐλητήριον
Headword (normalized):
αὐλητήριον
Headword (normalized/stripped):
αυλητηριον
IDX:
17418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17419
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐλ-ητήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, a place at Tarentum, Id.</div><br><br>'}