Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐλάχα
αὐλεία
αὔλειος
αὐλείτης
αὐλέω
αὐλή
αὔλημα
αὔληρα
αὔλησις
αὐλητήρ
αὐλητηρία
αὐλητήριον
αὐλητής
αὐλήτης
αὐλητικός
αὐλήτρια
αὐλητρίδιον
αὐλητρίς
αὐλία
ἀϋλία
αὐλιάδες
View word page
αὐλητηρία
αὐλ-ητηρία· αὐλῶν θήκη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐλητηρία
Headword (normalized):
αὐλητηρία
Headword (normalized/stripped):
αυλητηρια
IDX:
17417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17418
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐλ-ητηρία·</span> <span class="foreign greek">αὐλῶν θήκη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}