Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀεροειδής
ἀερόεις
ἀερόθεν
ἀεροκόρδακες
ἀερολέσχης
ἀερομαντεία
ἀερόμαντις
ἀερομαχία
ἀερόμελι
ἀερομετρέω
ἀερομέτρητος
ἀερομιγής
ἀερομυθίω
ἀερονηχής
ἀερονομέω
ἀερονομικός
ἀερόομαι
ἀεροπετής
ἀεροπέτης
ἀερόπλανος
ἀεροπορέω
View word page
ἀερομέτρητος
ἀερο-μέτρητος, ον,
A). gloss on ἠεροειδής , Heracleonap. EM 421.49 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀερομέτρητος
Headword (normalized):
ἀερομέτρητος
Headword (normalized/stripped):
αερομετρητος
IDX:
1740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1741
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀερο-μέτρητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἠεροειδής</span> , Heracleonap.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:421:49" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:421.49/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 421.49 </a>.</div> </div><br><br>'}