Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐλακεργάτης
αὐλακίζω
αὐλακισμός
αὐλακοειδής
αὐλακόεις
αὐλακοτομέω
αὐλακώδης
αὖλαξ
αὐλαρός
αὐλάρχης
αὐλάχα
αὐλεία
αὔλειος
αὐλείτης
αὐλέω
αὐλή
αὔλημα
αὔληρα
αὔλησις
αὐλητήρ
αὐλητηρία
View word page
αὐλάχα
αὐλάχα· ἡ ὕννις, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐλάχα
Headword (normalized):
αὐλάχα
Headword (normalized/stripped):
αυλαχα
IDX:
17407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17408
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐλάχα·</span> <span class="foreign greek">ἡ ὕννις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}