Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐλαία
αὐλαῖος
αὐλακεργάτης
αὐλακίζω
αὐλακισμός
αὐλακοειδής
αὐλακόεις
αὐλακοτομέω
αὐλακώδης
αὖλαξ
αὐλαρός
αὐλάρχης
αὐλάχα
αὐλεία
αὔλειος
αὐλείτης
αὐλέω
αὐλή
αὔλημα
αὔληρα
αὔλησις
View word page
αὐλαρός
αὐλαρός· αὐλωρός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐλαρός
Headword (normalized):
αὐλαρός
Headword (normalized/stripped):
αυλαρος
IDX:
17405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17406
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐλαρός·</span> <span class="foreign greek">αὐλωρός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}