Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αὐθόμαιμος
αὐθομολογέομαι
αὐθόρης
αὐθόρμητος
αὐθύπαρκτος
αὐθυπόστατος
αὐθυπότακτος
αὐθωρός
αὐΐαχος
αὐίδετος
αὐλά
αὐλαvυδός
αὐλαία
αὐλαῖος
αὐλακεργάτης
αὐλακίζω
αὐλακισμός
αὐλακοειδής
αὐλακόεις
αὐλακοτομέω
αὐλακώδης
View word page
αὐλά
αὐλά· πανδέκτης, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐλά
Headword (normalized):
αὐλά
Headword (normalized/stripped):
αυλα
IDX:
17393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17394
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αὐλά·</span> <span class="foreign greek">πανδέκτης,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}