Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀεροβαθής
ἀεροβάτης
ἀεροβατικός
ἀεροδονεόμαι
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροδρόμος
ἀεροειδής
ἀερόεις
ἀερόθεν
ἀεροκόρδακες
ἀερολέσχης
ἀερομαντεία
ἀερόμαντις
ἀερομαχία
ἀερόμελι
ἀερομετρέω
ἀερομέτρητος
ἀερομιγής
ἀερομυθίω
ἀερονηχής
View word page
ἀεροκόρδακες
ἀερο-κόρδακες, οἱ, and ἀερο-κώνωπες, οἱ, fabulous creatures in Luc. VH 1.16 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀεροκόρδακες
Headword (normalized):
ἀεροκόρδακες
Headword (normalized/stripped):
αεροκορδακες
IDX:
1733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1734
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀερο-κόρδακες</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, and <span class="orth greek">ἀερο-κώνωπες</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, fabulous creatures in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VH</span> 1.16 </span>.</div><br><br>'}