Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀέριπον
ἀερίτης
ἀερῖτις
ἄερκτος
ἀεροβαθής
ἀεροβάτης
ἀεροβατικός
ἀεροδονεόμαι
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροδρόμος
ἀεροειδής
ἀερόεις
ἀερόθεν
ἀεροκόρδακες
ἀερολέσχης
ἀερομαντεία
ἀερόμαντις
ἀερομαχία
ἀερόμελι
ἀερομετρέω
View word page
ἀεροδρόμος
ἀερο-δρόμος
,
ον
,
A).
traversing the air,
PMag.Par.
1.1359
,
1375
.
ShortDef
traversing the air
Debugging
Headword:
ἀεροδρόμος
Headword (normalized):
ἀεροδρόμος
Headword (normalized/stripped):
αεροδρομος
IDX:
1729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1730
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀερο-δρόμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">traversing the air,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.1359 </span>,<span class="bibl"> 1375 </span>.</div> </div><br><br>'}