Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄβρικτος
ἀβρινά
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβροβόστρυχος
ἁβρόγοος
ἁβρόδαις
ἁβροδίαιτα
ἁβροδίαιτος
ἁβροείμων
ἁβρόκαρπον
ἁβροκόμης
ἀβρομία
ἀβρόμιος
ἁβρομίτρης
ἄβρομος
ἁβροπάρθενοι
ἁβροπέδιλος
ἁβροπενθής
ἁβροπέτηλος
ἁβρόπηνος
View word page
ἁβρόκαρπον
ἁβρό-καρπον,
A). = ἁβρότονον , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁβρόκαρπον
Headword (normalized):
ἁβρόκαρπον
Headword (normalized/stripped):
αβροκαρπον
IDX:
172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-173
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁβρό-καρπον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἁβρότονον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}