Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἀττικωνικός
ἄττομαι
ᾄττω
ἀτυζηλός
ἀτύζομαι
ἄτυκτος
ἄτυλλα
ἀτύλωτος
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
ἀτυπῆδες
ἄτυπος
ἀτύπωτος
ἀτυράννευτος
ἀτύρωτος
ἀτυφία
ἄτυφος
ἀτύφωτος
ἀτυχέω
ἀτύχημα
ἀτυχής
View word page
ἀτυπῆδες
ἀτυπῆδες· κριθαὶ ἀπίτυροι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀτυπῆδες
Headword (normalized):
ἀτυπῆδες
Headword (normalized/stripped):
ατυπηδες
IDX:
17293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17294
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀτυπῆδες·</span> <span class="foreign greek">κριθαὶ ἀπίτυροι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}