Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἀττικίων
ἀττικοπέρδιξ
Ἀττικός
Ἀττικουργής
Ἀττικωνικός
ἄττομαι
ᾄττω
ἀτυζηλός
ἀτύζομαι
ἄτυκτος
ἄτυλλα
ἀτύλωτος
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
ἀτυπῆδες
ἄτυπος
ἀτύπωτος
ἀτυράννευτος
ἀτύρωτος
ἀτυφία
ἄτυφος
View word page
ἄτυλλα
ἄτυλλα· ἀγκύλη, Hsch. (ἄττ- cod.). ἀτυλόν· μικρόν, ἀγενές, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄτυλλα
Headword (normalized):
ἄτυλλα
Headword (normalized/stripped):
ατυλλα
IDX:
17289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17290
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄτυλλα·</span> <span class="foreign greek">ἀγκύλη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">ἄττ-</span> cod.). <span class="orth greek">ἀτυλόν·</span> <span class="foreign greek">μικρόν, ἀγενές,</span> Id.</div><br><br>'}