Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀέριος
ἀέριπον
ἀερίτης
ἀερῖτις
ἄερκτος
ἀεροβαθής
ἀεροβάτης
ἀεροβατικός
ἀεροδονεόμαι
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροδρόμος
ἀεροειδής
ἀερόεις
ἀερόθεν
ἀεροκόρδακες
ἀερολέσχης
ἀερομαντεία
ἀερόμαντις
ἀερομαχία
ἀερόμελι
View word page
ἀεροδρομέω
ἀερο-δρομέω
,
A).
traverse the air
,
Luc.
VH
1.10
.
ShortDef
to traverse the air
Debugging
Headword:
ἀεροδρομέω
Headword (normalized):
ἀεροδρομέω
Headword (normalized/stripped):
αεροδρομεω
IDX:
1728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1729
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀερο-δρομέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">traverse the air</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VH</span> 1.10 </span>.</div> </div><br><br>'}