Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἀττίκισις
Ἀττικισμός
Ἀττικιστής
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
ἀττικοπέρδιξ
Ἀττικός
Ἀττικουργής
Ἀττικωνικός
ἄττομαι
ᾄττω
ἀτυζηλός
ἀτύζομαι
ἄτυκτος
ἄτυλλα
ἀτύλωτος
ἀτύμβευτος
ἄτυμβος
ἀτυπῆδες
ἄτυπος
ἀτύπωτος
View word page
ᾄττω
ᾄττω, Att. for ᾄσσω, ἀΐσσω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾄττω
Headword (normalized):
ᾄττω
Headword (normalized/stripped):
αττω
IDX:
17285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17286
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ᾄττω</span>, Att. for <span class="foreign greek">ᾄσσω, ἀΐσσω.</span> </div><br><br>'}