Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀτταγεινός
ἀτταγήν
ἀτταγηνάριον
ἀτταγῆς
ἀττάκης
ἀτταλαγώσεται
ἀτταλασίξαι
Ἀτταλεῖον
ἀττάλη
Ἀτταλιανόν
ἀτταλίζομαι
Ἀτταλίς
Ἀτταλισταί
ἀττάμιος
ἄττανα
ἀττάραγος
ἀττάρυμα
ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
ἀττελεβόφθαλμος
ἀττηγός
View word page
ἀτταλίζομαι
ἀτταλίζομαι· πλανῶμαι (Sicel), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀτταλίζομαι
Headword (normalized):
ἀτταλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ατταλιζομαι
IDX:
17259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17260
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀτταλίζομαι·</span> <span class="foreign greek">πλανῶμαι</span> (Sicel), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}