Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁτροπάμπαις
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἀτροφής
ἀτροφία
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρυγής
ἀτρύγητος
ἀτρυγηφάγου
ἄτρυγος
ἀτρύμων
ἀτρύνων
ἀτρύπητος
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἀτρύφερος
ἀτρύφητος
ἄτρυφος
ἀτρώς
View word page
ἀτρυγηφάγου
ἀτρυγηφάγου· πολυφάγου, Hsch.; cf. ὀτρυγηφάγος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀτρυγηφάγου
Headword (normalized):
ἀτρυγηφάγου
Headword (normalized/stripped):
ατρυγηφαγου
IDX:
17232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17233
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀτρυγηφάγου·</span> <span class="foreign greek">πολυφάγου,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ὀτρυγηφάγος.</span> </div><br><br>'}