Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀερήιον
Ἀερία
ἀερίδες
ἀερίζω
ἀερικόν
ἀέρινος
ἀερίοικος
ἀέριος
ἀέριπον
ἀερίτης
ἀερῖτις
ἄερκτος
ἀεροβαθής
ἀεροβάτης
ἀεροβατικός
ἀεροδονεόμαι
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροδρόμος
ἀεροειδής
ἀερόεις
View word page
ἀερῖτις
ἀερῖτις
,
ἡ
,
A).
=
ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ
, Ps -
Dsc.
2.178
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀερῖτις
Headword (normalized):
ἀερῖτις
Headword (normalized/stripped):
αεριτις
IDX:
1721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1722
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀερῖτις</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ</span> , Ps - <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.178 </span>.</div> </div><br><br>'}