Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀτρεχής
ἄτρητος
ἀτρήχυντος
ἀτριάκαστος
ἀτρίακτος
ἀτρίαστος
ἀτρίβαστος
ἀτριβής
ἄτριβος
ἀτρίβων
ἀτρίζεται
ἄτριον
ἄτριπτος
ἄτριστος
ἀτριχέω
ἄτριχος
ἀτριχόσαρκος
ἄτριψ
ἀτριψία
ἀτρομέω
ἀτρόμητος
View word page
ἀτρίζεται
ἀτρίζεται· πένεται (fort. πηνίζεται, cf. sq.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀτρίζεται
Headword (normalized):
ἀτρίζεται
Headword (normalized/stripped):
ατριζεται
IDX:
17210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17211
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀτρίζεται·</span> <span class="foreign greek">πένεται</span> (fort. <span class="foreign greek">πηνίζεται,</span> cf. sq.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}