Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀτρέμητον
ἀτρεμί
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἀτρεπί
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
ἀτρεφής
ἀτρεχής
ἄτρητος
ἀτρήχυντος
ἀτριάκαστος
ἀτρίακτος
ἀτρίαστος
ἀτρίβαστος
ἀτριβής
ἄτριβος
ἀτρίβων
ἀτρίζεται
ἄτριον
ἄτριπτος
View word page
ἀτρήχυντος
ἀτρήχυντος
, Ion. for
ἀτρᾱχ-
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀτρήχυντος
Headword (normalized):
ἀτρήχυντος
Headword (normalized/stripped):
ατρηχυντος
IDX:
17202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17203
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀτρήχυντος</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀτρᾱχ-</span> (q. v.).</div><br><br>'}