Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀέρδην
ἀερέθομαι
ἀερήιον
Ἀερία
ἀερίδες
ἀερίζω
ἀερικόν
ἀέρινος
ἀερίοικος
ἀέριος
ἀέριπον
ἀερίτης
ἀερῖτις
ἄερκτος
ἀεροβαθής
ἀεροβάτης
ἀεροβατικός
ἀεροδονεόμαι
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροδρόμος
View word page
ἀέριπον
ἀέριπον·
οὐ περιειργόμενον
(i.e.
ἄερκτον
),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀέριπον
Headword (normalized):
ἀέριπον
Headword (normalized/stripped):
αεριπον
IDX:
1719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1720
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀέριπον·</span> <span class="foreign greek">οὐ περιειργόμενον</span> (i.e. <span class="foreign greek">ἄερκτον</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}