Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀτόξευτος
ἄτοξος
ἀτόπαστος
ἀτόπημα
ἀτοπηματοποιός
ἀτοπία
ἄτοπος
ἀτόρητος
ἀτόρνευτος
ἀτόρυ<νη>τος
ἆτος
ἀτραγῴδητος
ἀτράγῳδος
ἀτρακίς
ἀτράκτιον
ἀτρακτοειδής
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτρακτώδης
ἀτρανής
ἀτράνωτος
View word page
ἆτος
ἆτος, ον, contr. for ἄατος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἆτος
Headword (normalized):
ἆτος
Headword (normalized/stripped):
ατος
IDX:
17158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17159
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἆτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, contr. for <span class="foreign greek">ἄατος.</span> </div><br><br>'}