Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀέξω
ἄεπτος
ἀεργηλός
ἀεργία
ἀεργός
ἀέργυγον
ἀέρδην
ἀερέθομαι
ἀερήιον
Ἀερία
ἀερίδες
ἀερίζω
ἀερικόν
ἀέρινος
ἀερίοικος
ἀέριος
ἀέριπον
ἀερίτης
ἀερῖτις
ἄερκτος
ἀεροβαθής
View word page
ἀερίδες
ἀερίδες· μέλισσαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀερίδες
Headword (normalized):
ἀερίδες
Headword (normalized/stripped):
αεριδες
IDX:
1713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1714
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀερίδες·</span> <span class="foreign greek">μέλισσαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}