Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀτλησίφρων
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἄτματα
ἀτμενία
ἀτμένιος
ἄτμενος
ἀτμεύω
ἀτμή
ἀτμήν
ἀτμησίφρων
ἄτμητος
ἀτμιάω
ἀτμιδόομαι
ἀτμιδοῦχος
ἀτμιδώδης
ἀτμίζω
ἀτμίς
ἀτμιστός
ἀτμοειδής
ἀτμός
View word page
ἀτμησίφρων
ἀτμησίφρων,
A). v. ἀτλησίφρων.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀτμησίφρων
Headword (normalized):
ἀτμησίφρων
Headword (normalized/stripped):
ατμησιφρων
IDX:
17118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17119
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀτμησίφρων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀτλησίφρων.</span> </div> </div><br><br>'}