Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄτιτος
ἀτίω
Ἀτλαγενής
Ἀτλαντικός
Ἄτλας
ἄτλας
ἀτλησία
ἀτλησίφρων
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἄτματα
ἀτμενία
ἀτμένιος
ἄτμενος
ἀτμεύω
ἀτμή
ἀτμήν
ἀτμησίφρων
ἄτμητος
ἀτμιάω
ἀτμιδόομαι
View word page
ἄτματα
ἄτματα· καθάρματα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄτματα
Headword (normalized):
ἄτματα
Headword (normalized/stripped):
ατματα
IDX:
17111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17112
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄτματα·</span> <span class="foreign greek">καθάρματα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}