Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀεξίτροφος
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἄεπτος
ἀεργηλός
ἀεργία
ἀεργός
ἀέργυγον
ἀέρδην
ἀερέθομαι
ἀερήιον
Ἀερία
ἀερίδες
ἀερίζω
ἀερικόν
ἀέρινος
ἀερίοικος
ἀέριος
ἀέριπον
ἀερίτης
View word page
ἀερέθομαι
ἀερέθομαι
, see under Ion. form
ἠερ-
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀερέθομαι
Headword (normalized):
ἀερέθομαι
Headword (normalized/stripped):
αερεθομαι
IDX:
1710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1711
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀερέθομαι</span>, see under Ion. form <span class="foreign greek">ἠερ-</span>.</div><br><br>'}