Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀτιτέω
ἀτίτης
ἀτίτηστον
ἄτιτος
ἀτίω
Ἀτλαγενής
Ἀτλαντικός
Ἄτλας
ἄτλας
ἀτλησία
ἀτλησίφρων
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἄτματα
ἀτμενία
ἀτμένιος
ἄτμενος
ἀτμεύω
ἀτμή
ἀτμήν
ἀτμησίφρων
View word page
ἀτλησίφρων
ἀτλησίφρων [ῐ]· οὐδεμιᾶς τόλμης ἔννοιαν ἔχων, Hsch. (ἀτμ- cod.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀτλησίφρων
Headword (normalized):
ἀτλησίφρων
Headword (normalized/stripped):
ατλησιφρων
IDX:
17108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17109
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀτλησίφρων</span> [<span class="foreign greek">ῐ]· οὐδεμιᾶς τόλμης ἔννοιαν ἔχων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">ἀτμ-</span> cod.).</div><br><br>'}