Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀτίταν
ἀτιτέω
ἀτίτης
ἀτίτηστον
ἄτιτος
ἀτίω
Ἀτλαγενής
Ἀτλαντικός
Ἄτλας
ἄτλας
ἀτλησία
ἀτλησίφρων
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἄτματα
ἀτμενία
ἀτμένιος
ἄτμενος
ἀτμεύω
ἀτμή
ἀτμήν
View word page
ἀτλησία
ἀτλησία· ἀμηχανία, ἀνυποστασία, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀτλησία
Headword (normalized):
ἀτλησία
Headword (normalized/stripped):
ατλησια
IDX:
17107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17108
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀτλησία·</span> <span class="foreign greek">ἀμηχανία, ἀνυποστασία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}