Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀεξίνοος
ἀεξίτοκος
ἀεξίτροφος
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἄεπτος
ἀεργηλός
ἀεργία
ἀεργός
ἀέργυγον
ἀέρδην
ἀερέθομαι
ἀερήιον
Ἀερία
ἀερίδες
ἀερίζω
ἀερικόν
ἀέρινος
ἀερίοικος
ἀέριος
View word page
ἀέργυγον
ἀέργυγον·
καθέδραν, οἱ δὲ τάγηνα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀέργυγον
Headword (normalized):
ἀέργυγον
Headword (normalized/stripped):
αεργυγον
IDX:
1708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1709
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀέργυγον·</span> <span class="foreign greek">καθέδραν, οἱ δὲ τάγηνα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}