Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀτιθάσευτος
ἀτίθασος
ἀτίθηνος
ἀτιμαγελέω
ἀτιμαγέλης
ἀτιμάζω
ἀτιμαλφέω
ἀτιμασμός
ἀτιμαστέος
ἀτιμαστήρ
ἀτιμαστής
ἀτιμαστός
ἀτιμάω
ἀτιμητεί
ἀτιμητέον
ἀτίμητος
ἀτιμία
ἀτιμοπενθής
ἄτιμος
ἀτιμόω
ἀτιμωρητεί
View word page
ἀτιμαστής
ἀτῑμ-αστής, οῦ, , = foreg., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀτιμαστής
Headword (normalized):
ἀτιμαστής
Headword (normalized/stripped):
ατιμαστης
IDX:
17080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17081
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀτῑμ-αστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}