Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀτεύχητος
ἄτεφρος
ἀτέχναστος
ἀτεχνέω
ἀτεχνής
ἀτεχνία
ἀτεχνίτευτος
ἄτεχνος
ἀτέχνως
ἀτέω
ἀτεώροχοι
ἄτη
ἄτηκτος
ἀτημέλεια
ἀτημελέω
ἀτημελής
ἀτημέλητος
ἀτημελία
ἀτηνεῖν
ἀτηρής
ἀτήρητος
View word page
ἀτεώροχοι
ἀτεώροχοι· ἄγαν αὐθάδεις, Hsch. (leg. ἀγέρωχοι).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀτεώροχοι
Headword (normalized):
ἀτεώροχοι
Headword (normalized/stripped):
ατεωροχοι
IDX:
17053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17054
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀτεώροχοι·</span> <span class="foreign greek">ἄγαν αὐθάδεις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">ἀγέρωχοι</span>).</div><br><br>'}