Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀτερπής
ἄτερπνος
ἄτερπος
ἀτερψία
ἀτετόν
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευξία
ἀτευχής
ἀτεύχητος
ἄτεφρος
ἀτέχναστος
ἀτεχνέω
ἀτεχνής
ἀτεχνία
ἀτεχνίτευτος
ἄτεχνος
ἀτέχνως
ἀτέω
ἀτεώροχοι
ἄτη
View word page
ἄτεφρος
ἄτεφρος, ον, epith. of δάφνη, PMag.Par. 1.2582 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄτεφρος
Headword (normalized):
ἄτεφρος
Headword (normalized/stripped):
ατεφρος
IDX:
17044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17045
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄτεφρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, epith. of <span class="foreign greek">δάφνη,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.2582 </span>.</div><br><br>'}