Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀτέρμων
ἁτεροῖον
ἁτερόπλευρος
ἁτερόπτιλλος
ἅτερος
ἀτέρπεια
ἀτερπής
ἄτερπνος
ἄτερπος
ἀτερψία
ἀτετόν
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευξία
ἀτευχής
ἀτεύχητος
ἄτεφρος
ἀτέχναστος
ἀτεχνέω
ἀτεχνής
ἀτεχνία
View word page
ἀτετόν
ἀτετόν· λευκόν, Hsch. ἀτετῶς· ἀφροντίστως, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀτετόν
Headword (normalized):
ἀτετόν
Headword (normalized/stripped):
ατετον
IDX:
17038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17039
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀτετόν·</span> <span class="foreign greek">λευκόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀτετῶς·</span> <span class="foreign greek">ἀφροντίστως,</span> Id.</div><br><br>'}