Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀτεράμων
ἀτεράτευτος
ἀτερέα
ἀτερηδόνιστος
ἄτερθε
ἀτέριγε
ἀτερμάτιστος
ἀτέρμων
ἁτεροῖον
ἁτερόπλευρος
ἁτερόπτιλλος
ἅτερος
ἀτέρπεια
ἀτερπής
ἄτερπνος
ἄτερπος
ἀτερψία
ἀτετόν
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευξία
View word page
ἁτερόπτιλλος
ἁτερόπτιλλος, ον, Dor.
A). = ἑτερόφθαλμος , IG 4.951.34 and 72 (Epid.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁτερόπτιλλος
Headword (normalized):
ἁτερόπτιλλος
Headword (normalized/stripped):
ατεροπτιλλος
IDX:
17031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁτερόπτιλλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Dor. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑτερόφθαλμος</span> ,<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 4.951.34 </span> and <span class="bibl"> 72 </span> (Epid.).</div> </div><br><br>'}