Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀτεραμνώδης
ἀτεράμων
ἀτεράτευτος
ἀτερέα
ἀτερηδόνιστος
ἄτερθε
ἀτέριγε
ἀτερμάτιστος
ἀτέρμων
ἁτεροῖον
ἁτερόπλευρος
ἁτερόπτιλλος
ἅτερος
ἀτέρπεια
ἀτερπής
ἄτερπνος
ἄτερπος
ἀτερψία
ἀτετόν
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
View word page
ἁτερόπλευρος
ἁτερόπλευρος, ον,
A). = ἑτερο- , SIG 247 K 1.13 (Delph.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁτερόπλευρος
Headword (normalized):
ἁτερόπλευρος
Headword (normalized/stripped):
ατεροπλευρος
IDX:
17030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17031
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁτερόπλευρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἑτερο-</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 247 </span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">K</span> 1.13 </span> (Delph.).</div> </div><br><br>'}