Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀτεραμνότης
ἀτεραμνώδης
ἀτεράμων
ἀτεράτευτος
ἀτερέα
ἀτερηδόνιστος
ἄτερθε
ἀτέριγε
ἀτερμάτιστος
ἀτέρμων
ἁτεροῖον
ἁτερόπλευρος
ἁτερόπτιλλος
ἅτερος
ἀτέρπεια
ἀτερπής
ἄτερπνος
ἄτερπος
ἀτερψία
ἀτετόν
ἀτευκτέω
View word page
ἁτεροῖον
ἁτεροῖον· τὸ ἑτέρωθεν καὶ χωρίς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁτεροῖον
Headword (normalized):
ἁτεροῖον
Headword (normalized/stripped):
ατεροιον
IDX:
17029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-17030
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁτεροῖον·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἑτέρωθεν καὶ χωρίς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}